- αγιογραφικά
- αγιογραφικά /-ώς — иконописно
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.
Κόντογλου, Φώτης — (Αϊβαλί, Μικρά Ασία 1897 – Αθήνα 1965). Ζωγράφος και λογοτέχνης. Ξεκίνησε τις σπουδές του στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, τις οποίες όμως εγκατέλειψε για να σπουδάσει ζωγραφική στο Παρίσι, αφού πρώτα διέμεινε για ένα μικρό χρονικό διάστημα στην… … Dictionary of Greek